- ἀπογνωρίζω
- ἀπογνωρίζω dispossess, reject pass. ἀπογνωρίζεσθαι ἀπὸ τ. ζωῆς be dispossessed of one’s life Hv 2, 2, 8; in wordplay w. ἀρνέομαι: deny-disaffirm.—DELG s.v. γιγνώσκω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.